ἐπαρυστήρ

ἐπαρυστήρ
ἐπαρυστήρ
vessel for pouring
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαρυστήρ — ἐπαρυστήρ, ο και ἐπαρυστρίς, η (Α) μικρό αγγείο με το οποίο έχυναν λάδι στο λυχνάρι («ἐπαρυστρίδας καὶ πάντα τὰ ἀγγεῑα τοῡ ἐλαίου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρυστήρ (παράλληλος τ. τού αρυτήρ) «μέτρο υγρών»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπαρυστῆρα — ἐπαρυστήρ vessel for pouring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՅԱՐԴԱՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 2 0346 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. Այն՝ որ յարդարէ (ըստ ամենայն նշ.). *Առաքեաց զԱնտիոքոս յարդարիչ իւրոյ պաղատանն հազարապետ. Խոր. ՟Գ. 5: *Նա աւանիկ նստի ընդ աջմէ հօր յարդարիչ պատերազմացնʼʼ. յն. հանդիսադիր. Ոսկ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”